- πηΐσκος
- πηΐσκος, ὁ, Dim. of παῖς,A child, son, Supp.Epigr.2.509.5 (Crete, v B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηΐσκος — ὁ, Α μικρός παις, παιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί ωστόσο η σύνδεση τού πηΐσκος (< *πηFίσκος) με την οικογένεια της λ. πῶλος «νεανίας, παληκάρι»] … Dictionary of Greek
πηός — και δωρ. τ. παός, ὁ, Α 1. συγγενής από αγχιστεία, λόγω γάμου («πόσιν πηούς τε φίλους τε», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε σχέση συγγένειας, και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα. Η παλαιότερη άποψη,… … Dictionary of Greek